ItalianoGreco


patrocinànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patroʧiˈnante]

1 δικηγόρος υπεράσπισης
2 απολογητής
3 συνήγορος

patrocinànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patroʧiˈnante]

1 που πατρονάρει
2 συνεπίκουρος
3 συμπαραστεκόμενος
4 που υποστηρίζει


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---