patrocinatóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [patroʧinaˈtore]
1 υποστηρικτής
2 συνεπίκουρος
3 συμπαραστάτης
4 αλληλέγγυος
5 προστάτης
6 απολογητής
7 παραστάτης
8 πάτρωνας
9 συνήγορος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [patroʧinaˈtore]
1 υποστηρικτής
2 συνεπίκουρος
3 συμπαραστάτης
4 αλληλέγγυος
5 προστάτης
6 απολογητής
7 παραστάτης
8 πάτρωνας
9 συνήγορος
permalink
patrocinatore (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android