ItalianoGreco


patrocinatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patroʧinaˈtore]

1 υποστηρικτής
2 συνεπίκουρος
3 συμπαραστάτης
4 αλληλέγγυος
5 προστάτης
6 απολογητής
7 παραστάτης
8 πάτρωνας
9 συνήγορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---