pencolàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [penkoˈlare]
1 δεν ξέρω τι θέλω
2 επαμφοτερίζω
3 κουνιέμαι πέρα-δώθε
4 στραβοπατώ
5 λικνίζομαι
6 ταλαντεύομαι
7 κλονίζομαι
8 αμφιρρέπω
9 παραπατώ
10 τρεκλίζω
11 αμφιταλαντεύομαι
12 διστάζω
13 παραπαίω
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [penkoˈlare]
1 δεν ξέρω τι θέλω
2 επαμφοτερίζω
3 κουνιέμαι πέρα-δώθε
4 στραβοπατώ
5 λικνίζομαι
6 ταλαντεύομαι
7 κλονίζομαι
8 αμφιρρέπω
9 παραπατώ
10 τρεκλίζω
11 αμφιταλαντεύομαι
12 διστάζω
13 παραπαίω
permalink
pencolare (ρ.αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android