ItalianoGreco


pendàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈdaʎʎo]

1 κρεμαστό κόσμημα
2 κομμάτι συνοδευτικό κάποιου
3 μπρελόκ
4 κρεμαστάρι
5 παντατίφ
6 κάτι που κρέμεται


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---