penitènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [peniˈtɛntsa]
1 τιμωρία
2 γονυκλισία μετάνοιας
3 επιτίμηση
4 κολασμός
5 μεταμέλεια
6 μετάνοια
7 συνείδηση σφάλματος και η ψυχική συντριβή που τη συνοδεύει
8 μετάνιωμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [peniˈtɛntsa]
1 τιμωρία
2 γονυκλισία μετάνοιας
3 επιτίμηση
4 κολασμός
5 μεταμέλεια
6 μετάνοια
7 συνείδηση σφάλματος και η ψυχική συντριβή που τη συνοδεύει
8 μετάνιωμα
permalink
penitenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android