ItalianoGreco


percussióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perkusˈsjone]

1 πρόσκρουση
2 κτύπημα σε κρουστό
3 χτύπημα σε κρουστό
4 χτύπημα
5 κτύπημα
6 πλήγμα
7 κρούση
8 επίκρουση
9 τράνταγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---