ItalianoGreco


peroràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [peroˈrare]

απολογούμαι

peroràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [peroˈrare]

1 υπερασπίζομαι
2 συνηγορώ υπέρ
3 απαντώ σε κατηγορίες
4 μακρηγορώ
5 αγορεύω (νομικά)
6 ανακεφαλαιώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---