pertinènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pertiˈnɛntsa]
1 υπόθεση
2 δικαιοδοσία
3 καταλληλότητα
4 εφαρμοσιμότητα
5 αρμοδιότητα
6 σχέση
7 συνάφεια
8 εφαρμογή
9 ορθότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pertiˈnɛntsa]
1 υπόθεση
2 δικαιοδοσία
3 καταλληλότητα
4 εφαρμοσιμότητα
5 αρμοδιότητα
6 σχέση
7 συνάφεια
8 εφαρμογή
9 ορθότητα
permalink
pertinenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android