ItalianoGreco


pestìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pesˈtifero]

1 μολυσματικός
2 θανάσιμος
3 ενοχλητικός
4 μιασματικός
5 θανατηφόρος
6 δύσοσμος
7 κάκοσμος
8 καταστρεπτικός
9 επιζήμιος
10 λοιμώδης
11 λοιμικός
12 νοσογόνος
13 φθοροποιός
14 ολέθριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---