ItalianoGreco


pésto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpesto]

1 πολτός
2 λιώμα
3 σάλτσα με βασιλικό και σκόρδο

pésto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpesto]

1 αλεσμένος
2 τριμμένος
3 μελανιασμένος
4 χτυπημένος
5 κοπανιστός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---