ItalianoGreco


piaciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjaʧiˈmento]

1 αναψυχή
2 απόλαυση
3 ευχαρίστηση
4 ικανοποίηση
5 ευαρέστηση
6 ηδονή
7 χαρά
8 χαροποίηση
9 τέρψη
10 ευαρέσκεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---