ItalianoGreco


piaggerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjadʤeˈria]

1 δουλοπρέπεια
2 αρχολιπαρία
3 χαμέρπεια
4 ραγιαδισμός
5 δουλοφροσύνη
6 κολακεία
7 γαλιφιά
8 καλόπιασμα
9 δουλικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---