ItalianoGreco


piàtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjatto]

1 το πιάτο
2 musica τα κύμβαλα

piàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjatto]

επίπεδος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


piatto [αρσ.] fondo = το πιάτο βαθύ || piatto [αρσ.] piano = το πιάτο ρηχό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---