ItalianoGreco


piàzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjattsa]

η πλατεία, η πιάτσα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


letto [αρσ.] a due piazze = το διπλό κρεβάτι || letto [αρσ.] a una piazza = το μονό κρεβάτι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---