ItalianoGreco


piccinerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pitʧineˈria]

1 μικροπρέπεια
2 μικρότητα
3 μικροψυχία
4 περιορισμένη διανοητικότητα
5 στενομυαλιά
6 μικρόνοια
7 ολιγόνοια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---