ItalianoGreco


piegatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjegaˈtura]

1 τσάκισμα
2 ζάρωμα
3 πτύξη
4 κύρτωση
5 περιτύλιξη
6 κάμψη
7 δίπλωση
8 λύγισμα
9 πτύχωση
10 πλισάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---