ItalianoGreco


pieghévole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgevole]

1 έντυπο μικρό
2 διαφημιστικό χαρτί ή φυλλάδιο
3 μπροσούρα
4 φάκελος εγγράφων
5 φυλλάδιο

pieghévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgevole]

ευλύγιστος (-η, -ο), πτυσσόμενος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---