pietìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtista]
1 αφοσιωμένος στη θρησκεία (και ιδίως στους τύπους της)
2 θρησκόληπτος
3 θρησκομανής
4 ψευτοθεοφοβούμενος
5 θεομπαίχτης
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtista]
1 αφοσιωμένος στη θρησκεία (και ιδίως στους τύπους της)
2 θρησκόληπτος
3 θρησκομανής
4 ψευτοθεοφοβούμενος
5 θεομπαίχτης
permalink
pietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android