ItalianoGreco


pietìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈtista]

1 αφοσιωμένος στη θρησκεία (και ιδίως στους τύπους της)
2 θρησκόληπτος
3 θρησκομανής
4 ψευτοθεοφοβούμενος
5 θεομπαίχτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---