pistolòtto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pistoˈlɔtto]
1 ζουμί αστείου (στο θέατρο)
2 νουθεσία
3 προειδοποίηση φιλική
4 υπενθύμιση λαθών
5 ανακεφαλαίωση
6 προτροπή
7 ενθάρρυνση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pistoˈlɔtto]
1 ζουμί αστείου (στο θέατρο)
2 νουθεσία
3 προειδοποίηση φιλική
4 υπενθύμιση λαθών
5 ανακεφαλαίωση
6 προτροπή
7 ενθάρρυνση
permalink
pistolotto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android