ItalianoGreco


pitòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piˈtɔkko]

1 τσιγκούνης
2 δραχμοφονιάς
3 σπαγκοραμμένος
4 ζητιάνος
5 επαίτης
6 διακονιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---