pochézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [poˈkettsa]
1 μικροψυχία
2 μικροπρέπεια
3 μιζέρια
4 πενιχρότητα
5 γλισχρότητα
6 ταπεινότητα
7 ανάγκη
8 σπανιότητα
9 στενότητα
10 μικρότητα
11 στέρηση
12 έλλειψη
13 ανεπάρκεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [poˈkettsa]
1 μικροψυχία
2 μικροπρέπεια
3 μιζέρια
4 πενιχρότητα
5 γλισχρότητα
6 ταπεινότητα
7 ανάγκη
8 σπανιότητα
9 στενότητα
10 μικρότητα
11 στέρηση
12 έλλειψη
13 ανεπάρκεια
permalink
pochezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android