pòco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
το λίγο
pòco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
λίγος (-η, -ο)
pòco
αντωνυμία
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
1 όχι πολύ
2 πολύ λίγο
3 λίγο
pòco
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
λίγο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
το λίγο
pòco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
λίγος (-η, -ο)
pòco
αντωνυμία
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
1 όχι πολύ
2 πολύ λίγο
3 λίγο
pòco
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔko]
λίγο
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
caffè [αρσ.] con poco zucchero = ο καφές μέτριος || c'è mancato poco che... = λίγο ήθελε να... || per poco = παρά λίγο || poco cotto = μισοψημένος || poco raccomandabile = αναξιόπιστος [-η, -ο] || tra un po' = σε λίγο || un poco [αρσ.] di = λίγο
poco (ουσ αρσ )
poco (επίθ.)
poco (αντων.)
poco (επίρ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android