ItalianoGreco


polentóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polenˈtone]

1 αργοκίνητος άνθρωπος
2 Ιταλός του βορρά (πειρακτικά)
3 αρχιτεμπέλης
4 κρεμανταλάς
5 άχρηστος άνθρωπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---