ItalianoGreco


poliambulatòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔliambulaˈtɔrjo]

1 εξωτερικά ιατρεία
2 γενικό χειρουργείο
3 πολυιατρείο (ιδιωτικό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---