poltróne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [polˈtrone]
1 τζερεμές
2 τεμπελχανάς
3 ακαμάτης
4 ανεπρόκοπος
5 ρέμπελος
6 ρεμπεσκές
7 ραχατλής
8 σπαρίλας
9 τεμπέλης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [polˈtrone]
1 τζερεμές
2 τεμπελχανάς
3 ακαμάτης
4 ανεπρόκοπος
5 ρέμπελος
6 ρεμπεσκές
7 ραχατλής
8 σπαρίλας
9 τεμπέλης
permalink
poltrone (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android