poltronerìa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [poltroneˈria]
1 ραθυμία
2 νωθρότητα
3 ακαματοσύνη
4 τεμπελιά
5 ακαματιά
6 οκνηρία
7 μαχμουρλίκι
8 ρεμπέλεμα
9 σπαρίλα
10 ραχατλίκι
11 φυγοπονία
12 δυσκινησία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [poltroneˈria]
1 ραθυμία
2 νωθρότητα
3 ακαματοσύνη
4 τεμπελιά
5 ακαματιά
6 οκνηρία
7 μαχμουρλίκι
8 ρεμπέλεμα
9 σπαρίλα
10 ραχατλίκι
11 φυγοπονία
12 δυσκινησία
permalink
poltroneria (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android