ItalianoGreco


pomàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈmajo]

1 περιβόλι
2 οπωρώνας
3 τόπος με οπωροφόρα δέντρα
4 κήπος με δέντρα
5 δεντρόκηπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---