ItalianoGreco


postéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [posˈtedʤo]

1 (piazzale)ο χώρος στάθμευσης
2 (posto singolo) η θέση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


posteggio [αρσ.] di taxi = η πιάτσα των ταξί



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---