ItalianoGreco


postelegràfico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔsteleˈgrafiko]

υπάλληλος ταχυδρομικός και τηλεγραφικός

postelegràfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,pɔsteleˈgrafiko]

ταχυδρομικός και τηλεγραφικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---