praticàbile
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile]
σκηνικό πραγματικό (στο θέατρο)
praticàbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile]
1 κατορθωτός
2 βατός
3 που μπορεί να παιχθεί
4 εφαρμόσιμος
5 εφικτός
6 πραγματοποιήσιμος
7 διαβατός
8 εκτελεστός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile]
σκηνικό πραγματικό (στο θέατρο)
praticàbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkabile]
1 κατορθωτός
2 βατός
3 που μπορεί να παιχθεί
4 εφαρμόσιμος
5 εφικτός
6 πραγματοποιήσιμος
7 διαβατός
8 εκτελεστός
permalink
praticabile (ουσ αρσ )
praticabile (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android