ItalianoGreco


praticànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkante]

1 εκκλησιαζόμενος τακτικά
2 ερασιτέχνης
3 κάλφας
4 μαστορόπουλο
5 ασκούμενος κοντά σε ειδικό
6 άνθρωπος που εξασκεί επάγγελμα
7 αρχάριος
8 πρωτάρης
9 παραγιός
10 βοηθός
11 μαθητευόμενος

praticànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pratiˈkante]

1 ασκούμενος
2 εξασκούμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---