ItalianoGreco


precipitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtare]

γκρεμίζω, γκρεμίζομαι

precipitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtare]

1 επισπεύδω
2 χαλώ
3 γκρεμίζω
4 διαχωρίζω από διάλυμα
5 κατακρημνίζω
6 κατεδαφίζω
7 επιταχύνω
8 κρημνίζω
9 ρίχνω
10 προκαλώ ιζηματοποίηση
11 καταρρίπτω
12 αποικοδομώ
13 προκαλώ πύκνωση ατμού

precipitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [preʧipiˈtarsi]

εξελίσσομαι ραγδαία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---