ItalianoGreco


premurosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [premurosiˈta]

1 αβρότητα
2 περίσκεψη
3 έγνοια
4 φροντίδα
5 κατάσταση γεμάτη φροντίδες
6 προσήνεια
7 κατάσταση γεμάτη επιφυλάξεις ή φόβους
8 καλοσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---