ItalianoGreco


preparatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [preparaˈtivo]

1 προετοιμασία
2 προεργασία
3 προκατάρτιση
4 προπαρασκευή
5 παρασκευή
6 ετοιμασία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---