ItalianoGreco


preparàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prepaˈrato]

1 απίκο
2 έτοιμος
3 προδιατεθειμένος
4 προετοιμασμένος
5 προγραμματισμένος
6 πρόθυμος
7 προπαρασκευασμένος
8 πρόσφορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---