ItalianoGreco


prestidigitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prestidiʤitatˈtsjone]

1 θαυματοποιία
2 λαθροχειρία
3 ταχυδακτυλουργία
4 επίδειξη θάρρους και δεξιοτεχνίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z