ItalianoGreco


prestìgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [presˈtiʤo]

η γοητεία, το γόητρο, το κύρος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gioco [αρσ.] di prestigio = η ταχυδακτυλουργία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z