ItalianoGreco


prodigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prodiˈgare]

1 ξοδεύω ασυλλόγιστα
2 σπαταλώ
3 ξοδεύω άμετρα
4 σκορπίζω

prodigarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prodiˈgarsi]

βάζω τα δυνατά μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z