prodótto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [proˈdotto]
1 το ποϊόν
2 matematica το γινόμενο
prodótto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [proˈdotto]
1 αποκαλούμενος
2 ισχυριζόμενος
3 παραγόμενος
4 κατασκευασμένος
5 φτιαγμένος
6 που επιδεικνύεται (ως απόδειξη)
7 επισυναπτόμενος
8 συνημμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [proˈdotto]
1 το ποϊόν
2 matematica το γινόμενο
prodótto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [proˈdotto]
1 αποκαλούμενος
2 ισχυριζόμενος
3 παραγόμενος
4 κατασκευασμένος
5 φτιαγμένος
6 που επιδεικνύεται (ως απόδειξη)
7 επισυναπτόμενος
8 συνημμένος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
i prodotti [αρσ. πλυθ.] = τα είδη || prodotto in Grecia = ελληνικό προϊόν
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android