ItalianoGreco


pròdromo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔdromo]

1 προειδοποιητικό σύμπτωμα
2 προειδοποιητικό σημάδι
3 πρόδρομο σύμπτωμα νόσου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z