ItalianoGreco


prominènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [promiˈnɛntsa]

1 εξύψωση
2 οίδημα
3 ύψωμα
4 πρήξιμο από χτύπημα
5 καμπούρα
6 ψήλωμα
7 καρούμπαλο
8 εξόγκωμα
9 έξαρμα
10 έξαρση εδάφους
11 προεξοχή
12 προεκβολή
13 έπαρμα
14 τούρλωμα
15 προβολή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z