ItalianoGreco


propagàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [propaˈgare]

1 εγκατασπείρω
2 διασπείρω
3 διαδίδω
4 αναπαράγω (βιολογία)
5 διαχέω εκτενώς
6 διασκορπίζω
7 διαχέω

propagàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [propaˈgarsi]

1 αναπαράγομαι (βιολογία)
2 διαδίδομαι
3 διασπείρομαι
4 απλώνομαι
5 διαχέομαι
6 διασκορπίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z