propagginaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [propadʤinaˈmento]
1 δημιουργία φυτών από καταβολάδες
2 κλαδί που φυτεύεται χωρίς να κοπεί
3 φυτό από κλαδί που φυτεύτηκε χωρίς να κοπεί
4 φυτό από καταβολάδα
5 καταμόσχευση
6 καταβολάδα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [propadʤinaˈmento]
1 δημιουργία φυτών από καταβολάδες
2 κλαδί που φυτεύεται χωρίς να κοπεί
3 φυτό από κλαδί που φυτεύτηκε χωρίς να κοπεί
4 φυτό από καταβολάδα
5 καταμόσχευση
6 καταβολάδα
permalink
propagginamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android