propellènte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [propelˈlɛnte]
1 προωθητικό εκρηκτικό υλικό
2 αέριο σε μπουκάλα υπό πίεση
3 καύσιμο με οξυγόνο πυραύλου
4 προωστικό καύσιμο
propellènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [propelˈlɛnte]
1 προωστικός
2 προωθητικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [propelˈlɛnte]
1 προωθητικό εκρηκτικό υλικό
2 αέριο σε μπουκάλα υπό πίεση
3 καύσιμο με οξυγόνο πυραύλου
4 προωστικό καύσιμο
propellènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [propelˈlɛnte]
1 προωστικός
2 προωθητικός
permalink
propellente (ουσ αρσ )
propellente (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android