propensióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [propenˈsjone]
1 προδιάθεση
2 προτίμηση
3 διάθεση
4 επιρρέπεια
5 προαίρεση
6 τάση
7 συγκατάβαση
8 ροπή
9 επιθυμία
10 μεράκι
11 ισχυρή κλίση
12 κλίση
13 φυσική προδιάθεση
14 έφεση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [propenˈsjone]
1 προδιάθεση
2 προτίμηση
3 διάθεση
4 επιρρέπεια
5 προαίρεση
6 τάση
7 συγκατάβαση
8 ροπή
9 επιθυμία
10 μεράκι
11 ισχυρή κλίση
12 κλίση
13 φυσική προδιάθεση
14 έφεση
permalink
propensione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android