ItalianoGreco


pudicìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pudiˈʧittsja]

1 σεμνοτυφία
2 ευσχημοσύνη
3 ευπρέπεια
4 κοσμιότητα
5 σοβαρότητα
6 σεμνότητα
7 επιτηδευμένη σεμνότητα
8 αισχυντηλία
9 ταπεινοφροσύνη
10 ταπεινότητα
11 αιδημοσύνη
12 ταπεινοσύνη
13 ντροπαλοσύνη
14 σεμνοπρέπεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---