pudóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [puˈdore]
1 ντροπαλοσύνη
2 σεμνότητα
3 αιδημοσύνη
4 ευπρέπεια
5 κοσμιότητα
6 αισχυντηλία
7 ντροπαλότητα
8 συστολή
9 σεμνοπρέπεια
10 αιδημοσύνη
11 σοβαρότητα
12 αιδώς
13 ευσχημοσύνη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [puˈdore]
1 ντροπαλοσύνη
2 σεμνότητα
3 αιδημοσύνη
4 ευπρέπεια
5 κοσμιότητα
6 αισχυντηλία
7 ντροπαλότητα
8 συστολή
9 σεμνοπρέπεια
10 αιδημοσύνη
11 σοβαρότητα
12 αιδώς
13 ευσχημοσύνη
permalink
pudore (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android