ItalianoGreco


pudóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [puˈdore]

1 ντροπαλοσύνη
2 σεμνότητα
3 αιδημοσύνη
4 ευπρέπεια
5 κοσμιότητα
6 αισχυντηλία
7 ντροπαλότητα
8 συστολή
9 σεμνοπρέπεια
10 αιδημοσύνη
11 σοβαρότητα
12 αιδώς
13 ευσχημοσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z