ItalianoGreco


pulcinèlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pulʧiˈnɛlla]

1 παλιάτσος
2 κλόουν κουκλοθέατρου Ιταλικού
3 σαλτιμπάγκος
4 καραγκιόζης
5 γελωτοποιός
6 βλάκας
7 κλόουν


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z