punzecchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [puntsekkjaˈmento]
1 δούλεμα
2 πείραγμα
3 τσίμπημα
4 καζούρα
5 πικάρισμα
6 σκανταλιά
7 κούρντισμα
8 κέντημα
9 αγκύλωμα
10 κέντρισμα
11 νύγμα με αιχμηρό όργανο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [puntsekkjaˈmento]
1 δούλεμα
2 πείραγμα
3 τσίμπημα
4 καζούρα
5 πικάρισμα
6 σκανταλιά
7 κούρντισμα
8 κέντημα
9 αγκύλωμα
10 κέντρισμα
11 νύγμα με αιχμηρό όργανο
permalink
punzecchiamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android