ItalianoGreco


pùrga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpurga]

1 εκκαθάριση
2 κάθαρση
3 καθαρτικό
4 εξαγνισμός
5 αγνισμός
6 κάθαρση των εντέρων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z